- ἄδετα
- ἄδετοςunboundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δεμένος, λυτός: Τη νύχτα άφηνα το σκύλο άδετο. 2. για βιβλία, αυτό που δε βιβλιοδετήθηκε: Λίγα βιβλία σήμερα κυκλοφορούν άδετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)